- χυτός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος.2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια.3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό.4. στο ανθρώπινο σώμα, πλαστικός, καλλίγραμμος: Έχει χυτή γάμπα.5. στα ρούχα, παπούτσια κ.ά., εφαρμοστός, ταιριαστός: Το φόρεμα αυτό είναι χυτό πάνω σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.